- χλανιδουργία
- χλᾰνῐδ-ουργία, ἡ,A = χλανιδοποία, Poll.7.34.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χλανιδουργία — χλανιδουργίᾱ , χλανιδουργία fem nom/voc/acc dual χλανιδουργίᾱ , χλανιδουργία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλανιδουργία — ἡ, Α χλανιδοποιΐα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλανίς, ίδος «είδος επενδύτη» + ουργία (< ουργός < ἔργον), πρβλ. ξυλ ουργία, σιδηρ ουργία] … Dictionary of Greek